- κρεπάρω
- 1. σπάζω, θραύομαι2. ξαίνω τα μαλλιά τού κεφαλιού για να φουντώσουν3. στενοχωριέμαι πολύ, σκάζω («κόντεψε να κρεπάρει από το κακό του»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. crepare < λατ. crepo «χτυπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεπάρω — κρεπάρω, κρέπαρα και κρεπάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρεπάρω — κρέπαρα και κρεπάρισα, κρεπαρισμένος 1. σχίζομαι, σπάζω: Κρεπάρισε η σημαία από τον πολύ αέρα. 2. στενοχωρούμαι πολύ: Την έκανα να κρεπάρει από το κακό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεπάρισμα — το [κρεπάρω] 1. σπάσιμο ή ράγισμα συμπαγούς υλικού 2. το ξάσιμο τών μαλλιών τού κεφαλιού 3. μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα … Dictionary of Greek